σκώπτομαι

σκώπτομαι
σκώπτω
mock
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος …   Dictionary of Greek

  • σικχάζομαι — ΜΑ [σικχός] μσν. γίνομαι αντικείμενο χλευασμού ή εμπαιγμού, σκώπτομαι* αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χλευάζω, σκώπτω, ἐμπαίζω» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”